- οισοφαγοσκοπία
- ηιατρ. η εξέταση τού οισοφάγου με ειδικό ενδοσκοπικό όργανο, το οισοφαγοσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + -σκοπία (< -σκόπος < σκοπός), πρβλ. κρανιο-σκοπία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οισοφάγος — (Ανατ.). Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που ενώνει τον φάρυγγα με το στομάχι· είναι ένας μυομεμβρανώδης σωλήνας μήκους περίπου 25 εκ., του οποίου οι περισταλτικές κινήσεις προωθούν τον βλωμό (μπουκιά) από τον φάρυγγα στο στομάχι. Οι πιο σημαντικές… … Dictionary of Greek
οισοφαγοσκόπηση — η ιατρ. η οισοφαγοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + σκόπηση (< σκοπώ «εξετάζω, παρατηρώ»), πρβλ. βρογχο σκόπηση. Η λ., στον λόγιο τ. οὶσοφαγοσκόπησις, μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Ζαγκαρόλα] … Dictionary of Greek